- πυόρροια
- η мед. пиорея, гноетечение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυόρροια — η, ΝΑ εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea] … Dictionary of Greek
πυόρροια φατνιακή — (Ιατρ.). Χρόνια πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι (περιοδοντίτιδα). Εμφανίζεται πιο εύκολα σε ηλικιωμένα άτομα, συχνά σε αρθριτικούς και διαβητικούς. Ο φατνιακός σύνδεσμος καταστρέφεται και τα δόντια αρχικά κουνιούνται και… … Dictionary of Greek
πυορροίας — πυορροίᾱς , πυόρροια discharge of matter fem acc pl πυορροίᾱς , πυόρροια discharge of matter fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυορροίαις — πυόρροια discharge of matter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυορροϊκός — ή, ό, Ν ο σχετικός με την πυόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυόρροια. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη] … Dictionary of Greek
Piorrea — (Del gr. pyon, pus + rheos, corriente.) ► sustantivo femenino MEDICINA Flujo de pus, en especial el de las encías. * * * piorrea (del gr. «pyórroia») f. Med. Flujo de *pus, especialmente en las *encías. * * * piorrea. (Del gr. πυόρροια). f. Med.… … Enciclopedia Universal
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
παροδοντιοπάθεια — και περιοδοντοπάθεια, η ιατρ. γενική ονομασία τών παθήσεων ενός ή περισσότερων ανατομικών στοιχείων τού παροδοντίου, οι οποίες διακρίνονται σε παθήσεις τής επιφάνειας (ουλίτιδες) και τού βάθους (παροδοντιολυσίες), που είναι φλεγμονώδεις… … Dictionary of Greek
περιοδοντοκλασία — η, Ν φατνιακή πυόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periodontoclasia (< περιοδόντιο* + κλασία < κλώ «σπάω»)] … Dictionary of Greek